- προυξεπίσταμαι
- Αβλ. προεξεπίσταμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προυξεπίσταμαι — προεξεπίσταμαι , προεξεπίσταμαι know well before pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεπίσταμαι — και προὐξεπίσταμαι Α γνωρίζω καλά κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»] … Dictionary of Greek
σκεθρός — ά, όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α 1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.) 2. επιμελής, προσεκτικός. επίρρ... σκεθρῶς Α κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek